30 Σεπ 2013

Πιετισμός και Στάχτες




Tο ζήτημα του πιετισμού είναι ένα θέμα που απασχόλησε, ενέπνευσε και βασάνισε χιλιάδες, εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους ιδίως στις βορειοδυτικότερες περιοχές της ευρωπαϊκής ηπείρου. Κι ενώ το κίνημα του πιετισμού, ένα κίνημα απολυτοποίησης της θρησκευτικής, κατά κύριο λόγο συναισθηματικής ευσέβειας, ξεκίνησε ως κίνημα αντίδρασης στην παγερή νομικιστική ηθική, στην πράξη υποτάχθηκε σε αυτή.

Και καθώς η ευσέβεια ξεχειλίζει από συναισθηματισμό, ο νόμος από παγωμάρα, κατά παράδοξο και ανορθόδοξο τρόπο συνδέονται εντέλει τα δύο σε πολλές εκδοχές του πιετισμού, παράγοντας τον πάγο που καίει σαν φωτιά.

Βλέποντας τις προάλλες ένα ντοκυμαντέρ για τον Έντβαρντ Μουνκ στο κανάλι της Βουλής, και με αφορμή αυτή την προβολή, ήρθα ξανά σε επαφή με το ζήτημα του πιετισμού, και την έκταση στην οποία στοίχειωσε συνειδήσεις. Στη βίαιη και ανελαστική προσπάθεια να τις διαμορφώσει, στέρησε από τους ανθρώπους την ανθρωπιά τους, τη δυνατότητα ανακάλυψης και συμφιλίωσης με τον εαυτό τους, το δρόμο μιας υπαρξιακής προσέγγισης της αλήθειας.

Φαινόμενο εισαγόμενο στη χώρα μας κυρίως μέσω των θρησκευτικών Οργανώσεων, λίγο μόλις λάσπωσε κάποιες μικροαστικές ιδίως γειτονιές στα μέρη τα δικά μας, με τα αποφόρια του, τις δευτερογενείς αντανακλάσεις του.

Εντούτοις, όσοι μεγάλωσαν σε τέτοιο περιβάλλον, ευσεβιστικό και συνήθως μαζί και ηθικιστικό, ακόμα βασανίζονται από έλλειψη αποδοχής προς τον εαυτό τους και προς τους άλλους, προς το σώμα τους ή το σώμα των άλλων.

Παρά τις πολλές μεταγενέστερες έλλογες επεξεργασίες τους, Θεός και σεξουαλικότητα είναι θέματα αντιτιθέμενα, αλληλοαποκλειόμενα, εχθρικά. Αν χαίρεσαι το ένα δεν μπορείς να χαρείς το άλλο και τ' ανάπαλιν.

Άνθρωποι που γνώρισαν την πίστη σε ένα λαϊκό περιβάλλον γύρω τους, ανάμεσα στις φυσικές ομορφιές και τις αυθόρμητες κοινωνικές λειτουργίες της ελληνικής επαρχίας, ή και κάποιων λαϊκότερων, ιδίως εργατικών κοινωνικών στρωμάτων στις πόλεις, σπάνια βασανίζονται από τέτοιο βαθύτατο εσωτερικό διχασμό. Πιστεύοντας λιγότερο, καθόλου ή περισσότερο, νιώθουν πάντως αυτή την αρμονία και ενότητα μεταξύ ήθους και σώματος, χαράς και πνεύματος που σαν καμπύλη γραμμή αγκαλιάζει την Ορθοδοξία, ενότητα η οποία έχει περάσει στο είναι τους, τη σκέψη τους, τα αισθήματά τους, από τα μικράτα τους σαν βιωματική παράσταση.

Άλλοι, σε αστικά, μικροαστικά, περιβάλλοντα μιας εισαγόμενης, άτεγκτης θρησκευτικότητας, πιετιστικού και κυρίως νομικιστικού και ελιτίστικου τύπου, βασανίζονται, καθώς δυσκολεύονται πάρα πολύ να φιλιώσουν τα μέσα τους κομμάτια.

Ενώ ίσως δεν αποδέχονται πια την ανάγκη επιδόσεων σε έναν ηθικοπνευματικό στίβο, παραταύτα δεν μπορούν να ξεπεράσουν τον ελιτισμό τους. Αυτός συχνά μεταλλάσσεται σε νέες μορφές, αλλά διατηρεί τα χαρακτηριστικά της υπεροψίας, της αισθήματος υπεροχής. Καμιά φορά αποκτά μια ψευδαίσθηση πρωτοπορίας, που σπάνια μένει ασυνόδευτη από διάθεση χειραγώγησης του πλήθους. Άλλοτε εκδηλώνεται ως καθαρός σαρκασμός προς τους άλλους, ιδίως τους θρησκευόμενους ή τον Θεό. Αρνούμενοι τον Θεό νομίζουν κάποιοι μεταλλαγμένοι πιετιστές ότι καταφάσκουν την χαρμόσυνη πλευρά της ζωής και αποτάσσονται το ειδεχθές και πνιγηρό θρησκευτικό περιβάλλον όπου μεγάλωσαν.

Κι όμως, επιλέγοντας ανάμεσα στο μίσος για τη σάρκα και το μίσος για τον Θεό, δεν κάνουν άλλο παρά να επιβεβαιώνουν έναν μανιχαϊστικό διχασμό, που φέρνει έναν ατέλειωτο πόλεμο, μια αυνανιστικού τύπου αυτοθέωση, η οποία προσφέρει ακριβώς όσα μπορεί να προσφέρει ερωτικά ο αυνανισμός: την ταυτόχρονη πλησμονή ομού και στέρηση, μεταφορικά όπως και κυριολεκτικά. Συχνά, το τοπίο συνοδεύεται από μια σχετικά αγωνιώδη ερωτική ζωή του υποκειμένου, γεμάτη κόμπους και ποικίλα ανικανοποίητα.

Ίσως, το πραγματικό ξεπέρασμα μιας πιετιστικής ανατροφής, να είναι απλώς ο έρωτας, που είναι περιεκτική κατάφαση της ζωής. Κι αυτός ο έρωτας, ας είναι μανικός.

--------------------


[Το σχόλιο αυτό γράφτηκε εδώ και λίγο καιρό και δημοσιεύεται τώρα, και ως υστερόγραφο ενός ερωτικού αφιερώματος, αλλά και γιατί αισθάνομαι την ανάγκη να σκύψουμε μέσα μας και όχι να γίνουμε βορρά στην οχληρή επικαιρότητα. Αν παρ' ελπίδα το σχόλιό μου βρει στόχο που δεν στόχευα, και τυχόν νιώσει κάποιος μια ψυχρή ανατριχίλα, ας πούμε ότι αγαπούμε και το γυμνό και το διάφανο, ως βασικά στοιχεία μιας ερωτικής ματιάς στα πράγματα.]

Το έργο του Μουνκ επιγράφεται "Στάχτες", 1894. Όσλο.

1 σχόλιο:

Ξωτικό είπε...

θλιβερό πράγμα να επιλέγεις μίση... και περίεργο να επιλέγεις αγάπες, επίσης
ο Θεός που είχα την τύχη να αγαπήσω εγώ δεν ήταν ποτέ του ζηλιάρης