19 Δεκ 2013

Τα Τρένα, η Μεταδημοκρατία κι ο Φασισμός




Έχω μια αδυναμία στα τρένα. Όχι στα τρένα που φεύγουν και μας παίρνουν τις αγάπες μας. Αν και έχω πολλές φορές τραγουδήσει το άσμα, με λυτρωτικό και καθαρτήριο λυγμό, στην πραγματικότητα δεν θα ήθελα ποτέ να απομένω σε μιαν αποβάθρα κουνώντας το μαντίλι.

Είμαι από εκείνους που διαλέγουν να επιβιβαστούν στο τρένο και να φύγουν. Να φύγουν για λίγο, να δραπετεύσουν από μια πραγματικότητα καθημερινή, από μια ρουτίνα. Να ξανοίξει το βλέμμα τους σε ανοιχτό τοπίο, σε ορίζοντες πλατιούς.

Σε χρόνια νεανικότερα γύρισα όλη την Ευρώπη με τα τρένα, και καλή παρέα. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι στο σταθμό Βικτόρια του Λονδίνου είχαμε χαθεί. Κατάκοποι, άπλυτοι και ταλαιπωρημένοι, δεν βρίσκαμε την άκρη πώς θα φτάσουμε σε ένα απροσδιόριστο χωριουδάκι, όπου σε παλιό αρχοντικό σχολείο στεγαζόταν το συνέδριο που ήταν ο προορισμός μας. Θυμάμαι το σνομπ μέχρι απελπισίας ύφος των υπαλλήλων που απαξιούσαν να μας εξυπηρετήσουν, καθώς αρκούνταν να μας υποδεικνύουν τις επίσημες ανακοινώσεις του σταθμού. Ίσως αν δεν γνώριζα και άλλους Εγγλέζους, πέρα από τους υπαλλήλους του σταθμού Βικτόρια, να είχα βγάλει εσφαλμένα γενικευτικά συμπεράσματα για τον λαό αυτό. Πάντως οι υπάλληλοι του σταθμού, περήφανοι για την εθνική τους καταγωγή και για την ισχύ της γηραιάς αλλά κραταιής Αλβιόνας ήταν ίδιοι με τους Έλληνες συνειδητούς απογόνους περήφανων προγόνων κατά τούτο: ήταν εξίσου ανίδεοι με τους δικούς μας για την εθνική τους λογοτεχνία. Γιατί αν είχαν έστω διαβάσει Thackeray, Το Βιβλίο των Σνομπ, θα είχαν κάπως δουλέψει μέσα τους το θέμα, αντί να δουλεύουν εμάς, που κοντεύαμε να χάσουμε το τρένο μας και να κινδυνέψουμε να διανυχτερεύσουμε στο σταθμό, με πολλά μπαγκάζια και επικίνδυνα άφραγκοι. Τη λύση την έδωσε η άκρη του ματιού μου, που έπιασε –στην αλλαγή της βάρδιας– έναν μαύρο υπάλληλο σε κάποιο γκισέ. Έτρεξα κατευθείαν, και η επένδυσή μου ήταν εύστοχη: Μας έδωσε οδηγίες, επιτέλους ευκρινείς, για το τρένο μας που θα έφευγε σε 7 λεπτά από την άλλη άκρη του σταθμού, κι εμείς με θυμό, ελπίδα, χαρά κι απελπισία, αναπτύξαμε τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα, σπρώχνοντας τα μπαγκάζια μας, άλλα σε ροδάκια, άλλα στους ώμους, φωνάζοντας «στην άκρη στην άκρη», και εντελώς αποφασισμένοι να ποδοπατήσουμε όποιον σνομπ ιθαγενή μας έφραζε τυχόν το δρόμο... Καταφέραμε να επιβιβαστούμε, με φωνές και χειρονομίες, στο τσακ!



Για τα γαλλοελβετικά TGV, θα είναι λίγα τα σχόλιά μου, καθώς το στόμα μου είναι ακόμα ανοιχτό σε φθόγγο α... Μόνο να σημειώσω ότι με στεναχωρούσαν οι πολύ κοντινές φυτεύσεις δέντρων που μας ζάλιζαν με τις μεγάλες ταχύτητες. Στην Ελβετία είχα μεγαλύτερα άγχη, κάποια άλλη φορά που ταξίδευα μόνη μου, γιατί έπρεπε να ανοίγει κανείς χειροκίνητα τις σκληρότατες θύρες σε κάποιες γραμμές, ενώ ο χρόνος απαιτούσε συγκέντρωση και ετοιμότητα πολύ υψηλής κλάσης. Στη Γερμανία πάλι, κατάφερα να πετύχω την περίπτωση τόσο μεγάλης καθυστέρησης intercity, που χάθηκε η ανταπόκριση κι εγώ παρά λίγο να χάσω αεροπλάνο. Αποζημιώθηκα όμως που το έζησα, γιατί είπα στους υπαλλήλους γερμανιστί το αντίστοιχο του: «Απίστευτο, σ’ εμάς στην Ελλάδα δεν υπάρχει περίπτωση να χαθεί η ανταπόκριση, τς τς τς!». Ενώ στη Ρωσία η χρήση του συνδέθηκε με κλινάμαξα και υπομονή μεγάλων αποστάσεων.

Στην Ελλάδα, παρότι έχω πάει παντού όπου υπάρχουν ράγες, το τρένο της καρδιάς μου είναι η γραμμή Αθήνα Σαλονίκη. Εκεί έχω ταξιδέψει με φλογερούς έρωτες, με κατεστραμμένους έρωτες, με παρέα αγαπημένη, 16 ατόμων στο κουπέ των οκτώ, αγκαλιά και να χωράμε, με πανό και εξαρτήματα για πολιτικές συγκεντρώσεις της ΧΣΚ, το πρωί πήγαινε το βράδυ έλα, για φοιτητικά και άλλα συνέδρια συνδεδεμένα με φιλοξενίες και αναγκαίες οινοποσίες, με συζητήσεις καυτές σε όλα τα επίπεδα, με το αίσθημα ότι κάθε άνοδός μας στο βορρά χάρασσε ένα σημαδάκι στην παγκόσμια ιστορία...





Θεσσαλονίκη ανέβαινα επίσης τα τελευταία, πολύ μετριοπαθέστερα χρόνια, για τις ανάγκες ενός μάστερ κι ενός διδακτορικού, και το τρένο ήταν σχεδόν πάντα το προτιμώμενο μέσο. Περίζωνε τις φιλοδοξίες, άπλωνε όμως τη θέα, και η διαδρομή συνδέθηκε με άλλες μικρές και δημιουργικές αγωνίες και υπέροχα, απαιτητικά διαβάσματα, και κάποια γραψίματα όχι παντελώς ανάξια.

Παρακολουθώντας τη διαρκή βελτίωση της υποδομής και της ταχύτητας, παρασύρθηκα για λίγο να χαίρομαι την πρόοδο.

Μέχρι που, από τον 21ο αι. καταβυθίστηκα μονομιάς στα βάθη του 19ου, τις τελευταίες φορές. Δεν θα μιλήσω για τις συνθήκες, την εγκατάλειψη, τις καθυστερήσεις... Θα μιλήσω μόνο για δυο, μια του πηγαιμού και μια του γυρισμού.




Χάθηκε το λυκαυγές και το υπέροχο φως του πρωινού, χάρη στην απίστευτη επινόηση να βάλουν διαφήμιση της ΔΕΗ στα τζάμια του τρένου, με τη μορφή ενός φίλτρου, μιας μεμβράνης που τα κάλυπτε με έγχρωμες παραστάσεις. Οι παραστάσεις αυτές σε πυκνό ράστερ, μόλις που επέτρεπαν να διέλθει το φως και οι βασικές γραμμές του τοπίου. Κατά τα άλλα ένιωθες ότι βρισκόσουν σε θολή μέρα σε βόρεια χώρα. Η μέρα έγινε σχεδόν νύχτα. Δεν ξέρω ποιος νους είχε την επινόηση να κόψει τη θέα... Νομίζω αντίστοιχοι νόες σαν αυτούς που βαφτίζουν την καταστροφή επιτυχία, που επικαλύπτουν με νέφος σιωπής τη δυστυχία, που οικοδομούν τους όρους της νεογλώσσας και της μεταδημοκρατίας.

Τρένο χωρίς ανοιχτή θέα, τι μπορεί να είναι;

Κάποιες ζωγραφιές που έκανα με βάση τη θέα, θα τις κρατήσω, σχεδόν φυλαχτό ενός ακόμα απολεσθέντος παραδείσου. Η ησυχία μου επέτρεψε τουλάχιστον να διαβάσω...





Στην επιστροφή με το απογευματινό τρένο, καμία θέα, λόγω νύχτας, καμία ησυχία λόγω κόσμου. Τα πράγματα θα πήγαιναν καλά, αν δεν άρχιζε ευδιάκριτα και γεμάτη αυτοπεποίθηση η παπαρολογία του παραδιπλανού: να αναλύει γεγονότα πρόσωπα και πράγματα, οικονομικά μυστήρια και μυστήρια του κρεβατιού, να ανακατεύει πολιτικούς και τραγουδιάρες, offshore και μυστικές διασυνδέσεις, όλο και ηχηρότερα, όλο και περισσότερο επιβλητικά. Ένας ποδοσφαιριστής, που μίλαγε λιγότερο, σεμνότερα από θέμα έντασης φωνής, αλλά σε πλήρη συμφωνία με τον πρώτο έκανε το σεκόντο. Χαμηλά, η δεύτερη αυτή αθλητική φωνή, εξηγούσε τα θέματα των αλλοδαπών, εξηγούσε τη μία περίπτωση που παραλίγο να είχε ξεκάνει έναν πακιστανό, την άλλη που επιθύμησε να το κάνει, γιατί όλοι είναι βιαστές... Τα βλέμματά μου δεν ήταν αρκετά για να σιωπήσουν.

Με πονούσε το χέρι το δεξί, που πονάει μέρες τώρα από τον ώμο... Σκεφτόμουν το χέρι, το ενδεχόμενο μια λογομαχία να πάρει άσχημη τροπή, σκεφτόμουν τις 5 ώρες ταξίδι, κοιτούσα με υποψία, σχεδόν τρόμο, τους ανέκφραστους συνεπιβάτες... Ένιωθα κατάκοπη. Ο ποδοσφαιριστή πίστευε ειλικρινέστατα ότι αν πετσόκοβε μερικούς πακιστανούς θα προσέφερε μεγίστη υπηρεσία στην πατρίδα...

Σκεφτόμουν τους βαθιά χαραγμένους δρόμους του μυαλού του, σκεφτόμουν ότι ίσως ψάχνουν ακροατήριο, ότι η σκέψη ενός ανθρώπου δεν αλλάζει με μια κουβέντα στο τρένο...

Επέλεξα να σωπάσω, δίχως ενοχές, αλλά με βαριά καρδιά.

Αυτοί οι φονιάδες του Λουκμάν επιμένουν να ισχυρίζονται ότι δεν έχουν σχέση με τη Χρυσή Αυγή. Εγώ πάλι ισχυρίζομαι ότι τα φίδια έχουν αποθέσει παντού αυγά...




Και έχουμε πολλή και επώδυνη δουλειά ανάμεσα στον κόσμο. Μια δουλειά που ακόμα κι αν δυσκολευτούμε να την κάνουμε κάποια στιγμή, έχουμε χρέος να την προχωρήσουμε, χρέος ζωής. Η μόνη απάντηση στη ΧΑ, και στη φασίζουσα σκέψη είναι πολιτική.

Σήμερα δεν ξέρω πώς νιώθω για τα τρένα, αλλά δεν ξέρω και πώς νιώθω για τους συμπατριώτες μου. Ξέρω σίγουρα ότι δεν αρκεί ο εγκλωβισμός στο χώρο της διανόησης. Το παιχνίδι είναι στο λαό. Ο λαός μπορεί να υμνείται και να εξιδανικεύεται ως έννοια, αλλά πρέπει να τον αγαπήσεις στη συγκεκριμένη του έκφραση. Αλλιώς θα ζήσουμε στη σφαίρα μιας δυστοπίας. Ο λαός έχει αφεθεί σε λάθος καθοδήγηση και με ευθύνη όλων μας όσοι αισθανόμαστε συνειδητοί πολίτες.



Σημ. Αυτές οι φωτογραφίες τραβήχτηκαν όλες μέσα από το θολό και βρόμικο διπλό τζάμι του τρένου, το 2009, πολλές εν κινήσει. Τραβήχτηκαν χάριν παιδιάς, όχι για να μείνουν ως φωτογραφίες, αλλά κυρίως για να χρησιμεύσουν ως υπόμνηση για τη ζωγραφική. Τις αναζήτησα όμως τώρα, όπως λαχτάρησα και το ανοιχτό τοπίο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: